- καταύγεια
- καταύγ-εια, ἡ,A illumination, brightness, Aristeas 307.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταύγεια — καταύγεια, ἡ (Α) καταυγασμός*, φωτισμός, λαμπρότητα, το καθαρό ή λαμπρό φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αύγεια (< αυγής < *αὖγος, το < αὐγή), πρβλ. αντ αύγεια, δι αύγεια] … Dictionary of Greek
καταύγειαν — καταύγεια illumination fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)